στοχάζεται

στοχάζεται
στοχάζομαι
aim
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαθυστόχαστος — η, ο 1. αυτός που στοχάζεται βαθιά, που μελετά κάθε τι σε βάθος 2. συνετός, σοφός («βαθυστόχαστα λόγια») …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • στόχασμα — το, ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. ό,τι στοχάζεται, ό,τι σκέπτεται κανείς αρχ. 1. αυτό με το οποίο σημαδεύει κανείς τον στόχο 2. (κατ επέκτ.) βέλος, ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • Βιβάλντι, Αντόνιο — (Antonio Vivaldi, Βενετία 1675 – Βιέννη 1741). Ιταλός συνθέτης. Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του, που ήταν βιολιστής, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Τζοβάνι Λεγκρέντσι. Κατά καιρούς κατέλαβε πολλές μουσικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λέρμοντοφ, Μιχαήλ Γιούργιεβιτς — (Mikhail Yuryevich Lermontov, Μόσχα 1814 – Πιατιγκόρσκ, Καύκασος 1841). Ρώσος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν απόστρατος λοχαγός. H μητέρα του, μια πλούσια κληρονόμος, πέθανε όταν ο Λ. ήταν τριών χρόνων, με… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστής — ο αυτός που στοχάζεται, σκέφτεται: Υπήρξε βαθύς στοχαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”